ὑποκουρίζομαι

ὑποκουρίζομαι
ὑποκουρίζομαι
1 murmur

ἅλικες οἷα παρθένοι φιλέοισιν ἑταῖραι ἑσπερίαις ὑποκουρίζεσθ' ἀοιδαῖς P. 3.19


Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • υποκουρίζομαι — και σπάν. ενεργ. τ. ὑποκουρίζω Α ιων. τ. 1. υμνώ, εγκωμιάζω χρησιμοποιώντας εύφωνες και κολακευτικές λέξεις («παρθένοι φιλέοισιν ἑταῑραι έσπερίαις ὑποκουρίζεσθ ἀοιδαῑς», Πίνδ.) 2. κολακεύω, καλοπιάνω 3. (το ενεργ.) (κατά το λεξ. Σούδα)… …   Dictionary of Greek

  • ὑποκουρίζεσθαι — ὑποκουρίζομαι coax pres inf mp ὑποκουρίζομαι coax pres inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποκουρίζω — ὑποκουρίζομαι coax pres subj act 1st sg ὑποκουρίζομαι coax pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποκουρίζεσθ' — ὑ̱ποκουρίζεσθε , ὑποκουρίζομαι coax imperf ind mp 2nd pl ὑποκουρίζεσθε , ὑποκουρίζομαι coax pres imperat mp 2nd pl ὑποκουρίζεσθε , ὑποκουρίζομαι coax pres ind mp 2nd pl ὑποκουρίζεσθε , ὑποκουρίζομαι coax pres imperat mp 2nd pl ὑποκουρίζεσθε ,… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”